- χάσκας
- ο, Ν1. αυτός που μένει με το στόμα ανοιχτό2. (κατ' επέκτ.) χάχας, ευήθης, ανόητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάσκω + κατάλ. -ας (πρβλ. φεύγ-ας, χάχ-ας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χάσκας — ο 1. αυτός που χάσκει. 2. ανόητος, κουτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χάχας — ο 1. χάσκας, αυτός που γελάει χωρίς λόγο. 2. βλάκας, ανόητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαζός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που χαζεύει, χάσκας, παλαβός: Μην κάνεις παρέα μ αυτόν το χαζό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)